STYLIANOS TZIRITAS

A(r)mour

Label: moremars, nous series No#8

Format: Limited edition of 120 copies, envelope.

Style: electronic, industrial, rock

3,00

Out of stock

SKU: nous series No#8 Categories: , , , Tags: ,

Description

Stylianos Tziritas was born in Athens in 1967 and studied performance in Germany and Spain. He is one of the most multifarious, notorious and unpredictable artists of the Greek underground scene. He is active as a musician, writer, columnist, radio producer and music producer and he was involved in multiple projects with a wide area of interests. He has published various fanzines like Trash City, Κόρη Οφθαλμού, Σιδερένιο Ψωράλογο and he has written articles for many Greek music magazines. As a musician he was a founding member of Feedbacking The Grass, Bayouda, Κοψωκέφαλοι, Trypanosoma and today he is performing solo or as Stylianos Tziritas Unit.

A (R) MOUR is a solo work by Stylianos Tziritas. He draws inspiration from the concept of Love as the dominant expression of human life. This operative power is still a mysterious and incomprehensible transformative process, standing as an everyday revelation to human beings. A (R) MOUR includes 5 musical compositions in which sound generators, electronics and contact microphone are used, creating a post industrial atmosphere, leading us to noise ambientism. Text is playing a quite important role here, as it is the key to understanding the flow of Stylianos Tziritas thoughts about “love”, making references to the French Revolution and the suffragettes, Balthus, Stalingrad, etc.

Άλογο*

Stylianos Tziritas > voice/keyboard,

Dimitris Kanellopoulos/recording

Μπαλτίς* (Baltus)

Haris Symvoulidis > voice (*)

Manos Simotas > sound generators

Σημείο αποχωρισμού ζεύγους στο Στάλινγκραντ*

Nikolaos Bitsimeas > voice (*)

Cattle Mutilation >sound generators

Σουφραζέτες*

June de Bond > voice

Andreas Kavadias > synthesizer / electronics / sound

George Kanavos > Bass / Electronics

Spyros Kosmetatos > Contact Microphone / Electronics

Petros Mayropoulos > Bass / Electronics

Σπίτι*

Dimitris Kanellopoulos > guitar / recording

Stylianos Tziritas > solo guitar/voice
(*) George Baloumis / Achilles Fakopoulos > Broken voice recordings and announcements

Production > Stylianos Tziritas

Mastering > Manos Simonas
Cover by Anastasis Babatzias

Graphic design by the More Mars Team

improv-sphere.blogspot
Stylianos Tziritas est un artiste grec underground comme on dit. Auteur de fanzines et d’articles musicaux, membres de groupes locaux, et compositeur. A(r)mour est son dernier projet solo à ce jour. Un court disque de vingt minutes (pour cinq morceaux) publié sur un mini CD-R. Sur ces cinq morceaux, la voix apparaît souvent, une voix type spoken-word qui est soit directement enregistrée, soit trouvée sur des bandes. Je ne comprends absolument rien au grec, mais ça parle apparemment de l’amour comme du sentiment fondamental qui traverse toutes les relations humaines. Ça paraît un peu naïf mais le ton n’y est pas. Car la voix comme la musique semblent directement influencées par l’indus et le power-eletronic. Seulement sur ces cinq pièces, Tziritas n’utilise pas constamment les larsens, la distorsion et la saturation, ni forcément les percussions en tôle, il s’agit plus d’une atmosphère industrielle, traversée par des éclats électroniques résiduelles, par une déshumanisation des voix (dont la seule émotion parait plus être l’indifférence ou la lassitude que l’amour). Une suite pas mal de noise un peu atmosphérique et ambient, teintée de spoken word. C’est original et personnel, l’ambiance est intime et les compositions plutôt fraîches, mais il y a parfois un manque de profondeur ou de consistance. [Julien Heraud]

mixtape.gr
Μπορεί στις δυο τελευταίες δεκαετίες να μην αναδύθηκαν στην επιφάνεια του καλλιτεχνικού χώρου σεβαστοί σε πλήθος «ήρωες», είτε φερ’ ειπείν αναφέρεται κανείς στο μουσικό στερέωμα, είτε σε αυτό του κινηματογράφου, σε παγκόσμια κλίμακα, εντούτοις, οι αναμείξεις ιδιωμάτων και ο πλουραλισμός παρέδωσαν δημιουργήματα με απροσδόκητα ιδιαίτερες μορφές.

Ο Στυλιανός Τζιρίτας δε μοιάζει μονάχα να ασπάζεται την παραπάνω άποψη, μα εμπράκτως παρουσιάζει μια μόνιμη ροπή προς τη συγκέντρωση ετερόκλητων στοιχείων στο ηχητικό του πλάνο. Έχω την εντύπωση, δε, πως αντιλαμβάνεται ότι δεν υφίστανται οξύμωρες συζεύξεις συστατικών σε εκφάνσεις των τεχνών. Γεγονός που τελικά διαφαίνεται, μέσα από τις ιδιότητες που αυτός «εκδηλώνεται»· του μουσικού, αρθρογράφου, συγγραφέα, ραδιοφωνικού και μουσικού παραγωγού.

Στο A(r)mour, που βγήκε προ ημερών στο φως, ο Τζιρίτας μετουσιώνει τις αναζητήσεις ετών σε μια αλληλουχία πέντε συνθέσεων, στην οποία και επιχειρεί όχι απλώς να ανακαλύψει και να αποσαφηνίσει συνεκτικούς δεσμούς ανάμεσα σε θόρυβο και μελωδία, αλλά να εντοπίσει αρμονία μέσα στους βόμβους. Οι συλλήψεις του, δίχως τη συντροφιά του κλαρινέτου που μας έχει συνηθίσει, χαρτογραφούν μια απόπειρα διαχείρισης εντάσεων με απαρχή τα noise-ambient περάσματα στο “Άλογο”. Σε μια τέτοια αισθητική γραμμή, θαρρώ, πορεύτηκαν και προηγηθέντα εγχειρήματά του 46χρονου πλέον δημιουργού. Από την τζαζ, φανκ και εν γένει αφρικανική επίγευση που έφερε το νευρώδες ροκ αμάλγαμα των Κωψοκέφαλοι και τους αφαιρετικούς ηλεκτρονικούς δρόμους των Trypanosoma, έως την προσωπική του αναμέτρηση με ποικίλες φόρμες -συμπεριλαμβανομένων και ελληνικών παραδοσιακών- στον δίσκο Κτιριολογία, πίσω στο 2004. Ανακαλώ και τις garage punk πτυχές του, που δήλωναν «παρούσες» όταν τραγουδούσε και κιθάριζε στους Feedbacking The Grass, από μια πραγματικά ενδιαφέρουσα συλλογή της Wipe Out με εγχώρια συγκροτήματα.

Σε καθένα από τα κομμάτια του παρόντος άλμπουμ, ξεδιπλώνεται μια industrial γραφή που φέρει κι ένα λιτό λεκτικό σκέλος. Τα ηνία σε αυτό έχει μια αραιή πλοκή αφήγησης, κι όχι μια κουπλέ-ρεφρέν τραγουδιστική ροή. Οι γλωσσικοί φθόγγοι στέκονται σα να προλογίζουν τους αντίστοιχους μουσικούς. Κατά τέτοιο τρόπο και με τη βοήθεια συνεργατών που εκφωνούν μέρος από λόγια του, ο Τζιρίτας υπηρετεί τη θεματολογία του δεύτερου σόλο εγχειρήματός του, η οποία στροβιλίζεται γύρω από την καταλυτική επίδραση του έρωτα στις ζωές μας. Ύστερα από συνεχείς ακροάσεις οφείλω να σημειώσω, πως ο εν λόγω καλλιτέχνης κατορθώνει εδώ να περατώσει επιτυχώς τις εμπνεύσεις του, όταν η «δύναμη» των λέξεων εκφράζει αυτή των ηχητικών στρωμάτων που εξέρχονται από κιθάρες, μπάσο, συνθετητές, διάφορες ηλεκτρονικές συσκευές και γεννήτριες ήχου. Τέτοιες εξέχουσες περιπτώσεις συνιστούν, το έκρυθμο και κολλητικό heavy-rock γαϊτανάκι του “Σπίτι”, καθώς κι οι σκληρά συγκινητικές φράσεις που εκστομίζει ο Νίκος Μπιτσιμέας, εν μέσω παρασίτων στο “Σημείο Αποχωρισμού Ζεύγους Στο Στάλινγκραντ”. Αντιθέτως, στα “Σουφραζέτες” και “Μπαλτίς”, οτιδήποτε παράγεται από τα αναλογικά και ψηφιακά όργανα προβάλλει ως «χαλί» για να πατήσουν οι από μικρόφωνου απόπειρες. Ακόμα κι αν ευσταθούν οι αβάν-γκαρντ προθέσεις των συγκεκριμένων συνθέσεων.

Ο Τζιρίτας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τον “ήχο” και τις συχνότητές του ως εύπλαστες οντότητες, σχηματοποιώντας αυτές με γνώμονα την αντάμωση των σκέψεών του με τις πράξεις του. Ορισμένες φορές βρίσκει στόχο, κι άλλοτε όχι. Πάραυτα, οι προσπάθειές του αναβλύζουν γνώσεις και μεθοδική αξιοποίηση αυτών σε ένα ιδιότυπο ύφος. [Παναγιώτης Σταθόπουλος]

avopolis.gr
Η ηχητική Κρακατόα του A(r)mour του Στυλιανού Τζιρίτα, βίαιη και τρυφερή συνάμα καθώς είναι, δρα σαν κρότος σε καθεστώς αργής κίνησης. Η πυροκλαστική ροή των γεμάτων από αλληλο-συγκρουόμενες συχνότητες ήχων μετουσιώνει σε απτό θόρυβο τον ιδιότυπο καλλιτεχνικό κάματο του πολυμήχανου περφόρμερ/αρθρογράφου/μουσικού και καταφέρνει να προσφέρει πλήθος ηλεκτροφόρων ερεθισμάτων στη ραχοκοκαλιά του ανυποψίαστου δέκτη, για κοντά στα 20 λεπτά.

Ο ήχος, ως εκκωφαντικός αγωγός της αέναης πάλης μεταξύ συναισθήματος και λογικής σκέψης. Ο ακατέργαστος βόμβος σε ρόλο επίστρωσης των εκάστοτε φωνητικών θραυσμάτων, τα οποία σκάνε χωρίς προειδοποίηση για να επικοινωνήσουν τις διάφορες εκφάνσεις του έρωτα –με κοινή συνισταμένη την αινιγματική πολυσημία του εκφερόμενου λόγου. Καταλυτικός ο ρόλος του τελευταίου, καθώς η καθάρια φωνή του εκάστοτε αφηγητή πίσω από την παραμόρφωση δρα ταυτόχρονα και ως ξεκάθαρη δήλωση: ένα τεράστιο «άντε γαμήσου» προς τον φαστ-φουντ ακροατή της ψηφιακής εποχής. Aντισυμβατικότητα λοιπόν και πειραματισμός, ως αφετηρία μιας ελευθεριάζουσας και ρομαντικής μέχρι τα μπούνια ηχογράφησης.
Μια εγκεφαλική παραζάλη συνοδευόμενη από ατίθασες γεννήτριες ήχου και δύστροπες ηλεκτρονικές μηχανουργίες που, δίχως την άρτια παραγωγή του ίδιου του Τζιρίτα και το εξαιρετικό mastering του Μάνου Σιμωτά, εύκολα θα εκτροχίαζαν το μετά πανοπλίας φλερτ του πρώτου με το αιχμηρά απειλητικό σκέλος του έρωτα –δεν θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερο παράδειγμα αυτού από τον στυγνό κυνισμό που συναντάται στο “Σημείο Αποχωρισμού Ζεύγους Στο Στάλινγκραντ”: έναν ηχητικό ακρωτηριασμό, πτυχές του οποίου θα έντυναν με άνεση αφαιρετικούς, μικρού μήκους εφιάλτες έμπνευσης David Lynch.
Είναι όμως αυτή η απουσία της δυστοπικής οπτικής μετάφρασης του περιεχομένου που αφαιρεί από το τελικό αποτέλεσμα του άλμπουμ. Το μουσικό πρίσμα δεν είναι δηλαδή αρκετό στην προκειμένη περίπτωση –έχει ανάγκη από το χειμαρρώδες περφόρμανς του Τζιρίτα να το σιγοντάρει και να το αναδείξει. Και θα έλεγα ψέματα αν δεν αναφερόμουν στο πόσο μου έλειψε στο A(r)mour το κλαρινέτο του Στυλιανού: θα μπορούσε νομίζω, έστω και σε μικρές δόσεις, να διαποτίσει με περισσότερη «ψυχή» τους μηχανικούς δρόνους και τα αργόσυρτα μοτίβα τα οποία χαρακτηρίζουν στιγμές όπως το “Άλογο” ή τις “Σουφραζέτες”.

Το A(r)mour αποτελεί λοιπόν ένα μουσικό τεχνούργημα υψηλών προδιαγραφών, που σπάνια όμως λειαίνει τις επιφάνειές του απελευθερωτικά, όπως ας πούμε πράττει στο καταληκτικό/καταπληκτικό “Σπίτι”. Κατά πάσα πιθανότητα, ο mainstream όχλος θα το απορρίψει στο δευτερόλεπτο ως κουλτουριάρικη παραξενιά, ενώ μεγάλο μέρος του εναλλακτικού κοινού θα προσπεράσει σφυρίζοντας ανέμελα για να καμουφλάρει τόσο τη δυσπιστία του, όσο και την προτίμησή του στην πεπατημένη. Αλλά, βαθιά ριζωμένο καθώς είναι το αμόρε αυτό στην underground σκηνή της ημεδαπής, δείχνει μαθημένο να διεκδικεί από τον μάχιμο ακροατή προσήλωση και ανοιχτό μυαλό. [Άγγελος Γεωργιόπουλος]

mic.gr
Από την εποχή της Βίβλου και του Ομήρου (και ασφαλώς ακόμη παλαιότερα, κι ας μην υπάρχουν χειροπιαστά στοιχεία) ο έρωτας και οι διάφορες εκφάνσεις, περιπλοκές, προϋποθέσεις, συνέπειες και παρενέργειες του έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευσης, αιτία και αφορμή για το συντριπτικό μέρος της καλλιτεχνικής παραγωγής του ανθρώπου. Και ασφαλώς, ακόμη άκρη δεν βρέθηκε… Ούτε και πρόκειται κιόλας, δεν είναι αυτό το νόημα όταν μιλάμε για την ανθρώπινη δραστηριότητα όπου η απόλυτη υποκειμενικότητα αποκτά την πλήρη της διάσταση.

Εκεί όμως που θα συγκλίνουν οι ερωτολογικές βεβαιότητες κάποιου που έχει εντρυφήσει στο “Περί έρωτος” του Σταντάλ αλλά και εκείνου που οι ανησυχίες του αρκούνται στη …ροζ νιοστή σελίδα γνωστού γυναικείου περιοδικού, είναι στο αξίωμα ότι έρωτας και αρματωσιά, αγάπη και πανοπλία, άμυνα δηλαδή, μοιάζουν έννοιες ασύμβατες και αλληλοαποκλειόμενες (σε πρώτη ανάγνωση τουλάχιστον). Υποτίθεται ο έρωτας είναι η υπέρβαση των προσωπικών χαρακωμάτων, το ανοιχτό δόσιμο κλπ κλπ, ξέρετε τώρα τι εννοώ. Το πολεμικό όμως λεξιλόγιο με τον οποίο τον προσεγγίζουμε (κατάκτηση, προδοσία, κλπ), μάλλον αποκαλύπτει ότι ο έρωτας είναι στην ουσία του μία μάχη, η οποία ποτέ δεν λήγει με άνευ όρων παράδοση. Γιατί πάντοτε υπάρχουν πολλές αμυντικές ζώνες από αμφότερα τα …συμβαλλόμενα μέρη, πάντοτε παραμένει ένας εσωτερικός πυρήνας, κατά βάση επαρκώς άπιαστος ώστε το αντικείμενο του πόθου να παραμένει αρκούντως σκοτεινό και ερωτεύσιμο. Ίσως δε το νόημα του έρωτα να κρύβεται ακριβώς εκεί στις ρωγμές της αρματωσιάς αυτής. Λέω τώρα… Αυθαίρετη προσωπική ανάγνωση, υποκειμενικά αντικειμενική ματιά στο ανοιχτό προκλητικό λογοπαίγνιο του δίσκου.

Εν αρχή ην ο λόγος λοιπόν στο έργο αυτό, αυτός είναι που καθορίζει και νοηματοδοτεί το περιεχόμενο (στα ελληνικά σημειωτέον κι ας παραπλανεί ο αγγλικός τίτλος). Λόγος ερμηνευμένος τόσο από τον ίδιο τον Τζιρίτα όσο και από τον (παρουσία-έκπληξη) Χάρη Συμβουλίδη και τον Νίκο Μπιτσιμέα. Λόγος ερωτικός αλλά ουχί ζαχαρωτός (μπορεί όμως να είναι …μπισκοτένιος). Λόγος ο οποίος απαρνείται εύκολα σχήματα, βαρύγδουπα συνθήματα και εκθεσιακές στερεοτυπίες. Λόγος ο οποίος εκεί που κινδυνεύει να διολισθήσει στον ακαδημαϊσμό, διασώζεται από καίριες ενέσεις μιας ιδιόμορφα ποιητικής ευαισθησίας. Λόγος ο οποίος προσπαθεί να ανιχνεύσει τον έρωτα σε συνθήκες οριακές. Όπως για παράδειγμα εκείνες της απόλυτης απαξίωσης της ανθρώπινης ζωής στο ανθρωποσφαγείο του Στάλινγκραντ ή της αντι-ηρωϊκής μονοτονίας/επαναληψιμότητας της καθημερινότητας (ναι, και η καθημερινότητα μπορεί να αποδειχθεί μία ακραία δοκιμασία για μία σχέση). Σε μια παράφραση της διάσημης ρήσης του Αντόρνο, ο Τζιρίτας απαντάει με εμφατική κατάφαση στην ερώτηση “υπήρχε έρωτας στο Στάλινγκραντ”; Εδώ υπήρχε ακόμη και στο Άουσβιτς…

Η (προφανώς προμελετημένη) κυριαρχία του λόγου αποδεικνύεται και από το ρόλο της …θεραπαινίδας που επιφυλάσσεται για τη μουσική. Η μουσική εδώ κύριο μέλημα και στόχο έχει να στρώσει το υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα αναδειχθεί το κείμενο. Ένα υπόβαθρο ρευστό, βομβώδες, μεθοδικά σχεδιασμένο παρά τη φαινομενική ελευθεριότητα του (πως λέμε επιμελώς ατημέλητο;) το οποίο προσδίδει μια γενικότερη αίσθηση μετα-βιομηχανικού ρομαντισμού (εξαιρετικό δείγμα το “Μπαλτίς”). Ο δημιουργός διαθέτει στο οπλοστάσιο του μια εμπεδωμένη γνώση ακουσμάτων όπως οι πρώιμοι Neubauten, ένας Merzbow ή ένας David Jackman (για να παραμείνουμε σε …πολεμοχαρές κλίμα), ένα Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ (για να παραμείνουμε εντός συνόρων) και το αξιοποιεί σε ένα αποτέλεσμα διόλου εύκολο, αντισυμβατικό, θορυβώδες, α-μελωδικό. Αλλά και εμφανώς ετεροβαρές και ετερόφωτο.

Ο δίσκος, ο οποίος κυκλοφορεί με λιτή χρονική οικονομία σε μορφή μίνι-CD από την εκλεκτική Moremars (με έδρα τη Λάρισα παρακαλώ), είναι μόλις ο δεύτερος που υπογράφει με το όνομά του ο πολυπρισματικός και πολυπράγμον Στυλιανός Τζιρίτας (και συγγραφέας και μουσικοκριτικός και ραδιοφωνικός παραγωγός και Κωψοκέφαλοι και Trypanosoma και Bayouda και Stylianos Tziritas Unit και άλλα πολλά που ξεχνώ).

Θέτοντας όμως ως βάση αναφοράς την ξεχωριστή (από πολλές απόψεις) “Κτιριολογία” του μακρινού πια 2004, πέρα από διαπιστώσεις της υφιστάμενης συγγένειας εδραζόμενης κυρίως στη jazz νοοτροπία η οποία δεν εγκαταλείπεται παρά την αλλαγή των εκφραστικών μέσων (λείπει π.χ. το όργανο-κατατεθέν του δημιουργού, το κλαρινέτο), το A(r)mour” μοιάζει με ένα μετέωρο αμήχανο βήμα. Ίσως και με ένα βήμα πίσω. Όχι απαραίτητα αρνητικώς νοούμενο, κάπως σαν το βήμα πίσω που κάνει ο ζωγράφος για να εκτιμήσει τη συνολική εικόνα.

Η οποία εικόνα δείχνει έναν χώρο καλά οριοθετημένο πλέον, με τους δικούς του αναπτυγμένους και κατοχυρωμένους κώδικες, αλλά κάπως απομονωμένο και εσωστρεφή (και όχι μόνο χωρικά σε μικρά δισκάδικα και πατάρια). Ίσως να περίμενα από έναν δημιουργό με τέτοια μακρά διαδρομή να αποπειραθεί κάποια στιγμή τη διαφυγή από έναν εγκαθιδρυμένο πειραματισμό και να στραφεί με ανατρεπτική διάθεση προς την …αρματωσιά ενός mainstream το οποίο κι ο ίδιος με τις άλλες του ιδιότητες ξεδιαλέγει και (κάποιες φορές) αποενοχοποιεί. Φαντάζει δύσκολο το εγχείρημα. Πόσο μάλλον σε μια χώρα όπου και το ροκ ακόμη θεωρείται αντίδραση και underground. Ίσως τελικά είναι ευκολότερο να ψάχνεις τον ορισμό του έρωτα… [Αντώνης Ξαγάς]

Additional information

Weight 0,1 kg