COSTIS DRYGIANAKIS

Hymns of the Passion and the Resurrection

Label: moremars, mm013

Format: Edition of 500 copies, 160 pages book in Greek language, 2xCD.


0,00

Out of stock

SKU: mm013 Categories: , , , , Tag:

Description

The “Hymns of the Passion and the Resurrection from churches of eastern Thessaly” (Ύμνοι Του Πάθους Και Της Ανάστασης Από Ναούς Της Ανατολικής Θεσσαλίας) is the first publication by by the Department of Chanting Art and Musicology of the Volos Academy for Theological Studies; a compilation of field recording by Costis Drygianakis (Κωστής Δρυγιανάκης) that took place in churches of eastern Thessaly, Greece, between 1991 and 2002. This extremely interesting compilation of hymn focuses on the Orthodox Church chanting tradition of the regional temples of small villages, suburbs and monasteries. These recordings are an original sample of the living tradition of the chanting of the Byzantine tradition, which is almost unexplored and perhaps sidelined academically.

This release consists of a full detailed book of 160 pages, written by Costis Drygianakis and Konstantinos Ch. Karagounis, giving a lot of interesting information about the hymns, the history of the places and the recorded chanters etc. The book is available in Greek language and very soon in English.

It is publisehd by “Ekdotiki Dimitriados” editions and with the kind support of the Moremars, Noise-below and Record Label.”

diskoryxeion.blogspot.gr
«επιτόπιοι» εκκλησιαστικοί ύμνοι.

Πριν λίγο καιρό έλαβα μία εξαιρετική έκδοση από τον Κωστή Δρυγιανάκη (από την Νέα Αγχίαλο της Μαγνησίας). Ο Κωστής Δρυγιανάκης (όσοι δεν γνωρίζουν την περίπτωσή του μπορούν να ρίξουν μια ματιά κι εδώ http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/12/blog-post_19.html) εκτός από διακεκριμένος πειραματιστής είναι κι ένας αεικίνητος ερευνητής της μουσικής και των ήχων… απ’ όπου κι αν προέρχονται. Εδώ, στο πόνημά του Ύμνοι του Πάθους και της Ανάστασης από ναούς της ανατολικής Θεσσαλίας/ Επιτόπιες ηχογραφήσεις του Κωστή Δρυγιανάκη, 1991-2002 [Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου/ Τομέας Ψαλτικής Τέχνης και Μουσικολογίας/ Εκδοτική Δημητριάδος, Βόλος 2014] που αφορά σε βιβλίο 160 σελίδων συμπληρωμένο με δύο CD, o Δρυγιανάκης μάς παρουσιάζεται ως ένας καταγραφέας-μελετητής και ανθρωπολόγος της Μουσικής (όσοι θυμούνται τα εθνομουσικολογικά κείμενά του στο Δίφωνο δεν θα παραξενευτούν), προβαίνοντας σε μιαν έκδοση απ’ αυτές που σπανίζουν στον τόπο μας (για να μην πω και… οπουδήποτε αλλού). Σημειώνει ο ίδιος (οι εμφάσεις δικές μου): «Όπως το δηλώνει και ο τίτλος, η συλλογή αυτή περιλαμβάνει ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας και της Ανάστασης, ηχογραφημένους σε περιοχές των νομών Μαγνησίας και Λαρίσης, κυρίως σε περιφερειακές εκκλησίες και μονές. Πρόκειται για επιτόπιες ηχογραφήσεις, πραγματοποιημένες τις περισσότερες φορές λάθρα, οι οποίες, ως εκ τούτου, αποτυπώνουν το ψαλτικό γίγνεσθαι χωρίς επεμβάσεις και εξωραϊσμούς».

Σ’ αυτές τις λίγες λέξεις –και σε κάποιες ακόμη λιγότερες, τις σημειωμένες με «πατημένα» γράμματα– περικλείεται η ουσία της έρευνας και της εργασίας του βολιώτη καταγραφέα. «Περιφερειακές» λοιπόν, όπερ σημαίνει πως δεν διακρίνεται κατ’ ανάγκην το πνεύμα των ψαλτών και των ψαλμωδιών των κεντρικών ναών, εκεί όπου λειτουργεί πολλάκις (μαζί με την μεγαλοπρέπεια) ο ανταγωνισμός των ψαλτών και η «βιτρίνα», «λάθρα» περαιτέρω, που σημαίνει πως από την στιγμή όπου ο ψάλτης δεν γνωρίζει ότι ηχογραφείται είναι… πιο κοντά στην προσωπική του αλήθεια, δίχως την ανάγκη να προβαίνει σε εντυπωσιασμούς προς χάριν τής όποιας… αποτύπωσης και τέλος «χωρίς επεμβάσεις και εξωραϊσμούς», δηλαδή χωρίς εκείνη την εκ των υστέρων στουντιακή καλλιέπεια, που στερεί στοιχεία του πρωτογενούς και του αυθόρμητου. Με αυτά κατά νου έκανα μία ακρόαση των δύο CD, ξεφυλλίζοντας ταυτοχρόνως το πολυσέλιδο βιβλίο, με τις κατατοπιστικές εισαγωγές και επεξηγήσεις, και βεβαίως με την πλήρη και αναλυτικότατη παρουσίαση των 50 ηχογραφήσεων (28 στο πρώτο CD, 22 στο δεύτερο). Επί του προκειμένου στέκομαι στη σημαντικότητα των «διπλών» κειμένων, μέσω των οποίων επιχειρείται να προσεγγισθεί η κάθε μία από τις 50 ηχογραφήσεις. Το πρώτο κείμενο (γραμμένο στο μονοτονικό) ανήκει στον Κωστή Δρυγιανάκη, αφορά στην περιπέτεια ηχογράφησης του εκάστοτε ύμνου, συμπληρωμένο με όλα εκείνα τα πληροφοριακά στοιχεία που κρίνονται ως απαραίτητα για μιαν επιστημονική καταχώριση της εγγραφής, ενώ το δεύτερο κείμενο (γραμμένο στο πολυτονικό) ανήκει στον Κωνσταντίνο Χαριλ. Καραγκούνη (Διευθυντής του Τομέα Ψαλτικής Τέχνης και Μουσικολογίας) κι έχει να κάνει με την ιστορική τοποθέτηση του εκάστοτε ύμνου, διανθισμένη με τις προσήκουσες μουσικολογικές παρατηρήσεις. Το συνολικό αποτέλεσμα (βιβλίο, 2CD), παρ’ όλη την εξειδίκευσή του (αναφορικώς με το είδος των Ύμνων και την γεωγραφική προέλευσή τους) συναρπάζει με το πάθος, το μεράκι, την επιστημοσύνη και την γλαφυρότητα-εκλαΐκευσή του – τα στοιχεία, δηλαδή, από τα οποία έχει, πρακτικώς, συντεθεί.

blog.noise-below.org
Εδώ και λίγες μέρες κυκλοφόρησε από την Εκδοτική Δημητριάδος ένα βιβλίο με δυο δίσκους ακτίνας, με τίτλο Ύμνοι του Πάθους και της Ανάστασης από ναούς της ανατολικής Θεσσαλίας. Επιτόπιες ηχογραφήσεις του Κωστή Δρυγιανάκη 1991 – 2002. Είναι η πρώτη έκδοση που πραγματοποιείται από τον νεοσύστατο Τομέα Ψαλτικής Τέχνης και Μουσικολογίας της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.

H έκδοση περιλαμβάνει ηχογραφήσεις της Μεγάλης Εβδομάδας και της Ανάστασης από 50 συνολικά ναούς και μονές της περιοχής, καλύπτοντας μια έκταση που φτάνει ως τον Τύρναβο, τον Λαύκο, τον Πτελεό και (σχεδόν) τα Φάρσαλα. Ιδιαιτερότητα της είναι ότι εστιάζει σε περιφερειακούς ναούς χωριών και προαστίων, επιχειρώντας να φέρει στην σφαίρα του ορατού τους λιγότερο γνωστούς ιεροψάλτες. Επίσης, χαρακτηριστικό της είναι ότι περιλαμβάνει ηχογραφήσεις αποκλειστικά από πραγματικές ακολουθίες, συλλαμβάνοντας έτσι την λατρευτική ψαλτική των ναών και όχι ένα συναυλιακό ομοίωμα της, και απογράφοντας ταυτόχρονα και την συμψαλμωδία των πιστών, τη διαμεσολάβηση των μικροφώνων, τους ήχους του εκκλησιαστικού περιβάλλοντος κλπ.

Παρόλο που η προκείμενη καταγραφή είναι ένα προσωπικό ημερολόγιο μάλλον παρά μια συστηματική προσπάθεια, πραγματοποιεί ένα πρώτο βήμα προς την βαθύτερη γνώση της γενικώς παραγνωρισμένης λαϊκής βάσης της ψαλτικής, η οποία, αν και συχνά μνημονεύεται ως ο ακρογωνιαίος λίθος της βυζαντινής παράδοσης, ελάχιστα έχει μελετηθεί στις λεπτομέρειες της. Επίσης, πραγματοποιεί ένα ανάλογο βήμα προς την βαθύτερη κατανόηση της αισθητικής της λατρευτικής πράξης, η οποία ομοίως έχει αγνοηθεί εν πολλοίς τους τελευταίους δυο αιώνες στην προσπάθεια ένταξης της εκκλησιαστικής μουσικής σε ένα νεωτερικό πλαίσιο.

Περαιτέρω στόχος της έκδοσης είναι να δώσει το έναυσμα για μια συστηματικότερη καταγραφή και μελέτη των τοπικών ψαλτικών παραδόσεων, τόσο από τη μουσικολογική όσο και από την ανθρωπολογική και ιστορική πλευρά.

Το βιβλίο θα είναι σύντομα διαθέσιμο στα ειδικευμένα βιβλιοπωλεία. Παράλληλα, ο Τομέας Ψαλτικής Τέχνης και Μουσικολογίας ετοιμάζει για το καλοκαίρι το πρώτο του Διεθνές Διεπιστημονικό συνέδριο, με θέμα «Η Ψαλτική ως αυτόνομη επιστήμη».

avopolis.gr
Όταν πια τα πάντα έχουν κλωθογυρίσει στο πλυντήριο του νου σου και οι σημειώσεις ακρόασης δεν επιδέχονται άλλων τροποποιήσεων, το συμπέρασμα στέκει μπροστά σου λαμπερό, ακλόνητο· και κάθε απόπειρα να το ψειρίσεις περισσότερο, απλά το δικαιώνει. Δικαιώνει –εν προκειμένω– την αληθινή προσφορά αυτής της έκδοσης (2CD + βιβλίο 160 σελίδων) στον εγχώριο πολιτισμό. Κι εννοώ εδώ τον ζώντα πολιτισμό της παράδοσής μας, όχι τα όσα βαρύγδουπα και θολά προβάλλει ο επίσημος λόγος μιας πολιτείας που αισθανόταν (κι αισθάνεται) άβολα με ό,τι συγκροτεί τη νεοελληνική ταυτότητα.

Περιέχει πολλές συγκινήσεις το προσωπικό τούτο ημερολόγιο του Κωστή Δρυγιανάκη, το οποίο καταγράφει τις μεταξύ 1991 και 2002 περιπλανήσεις του στο κομμάτι της Θεσσαλίας που ορίζεται από τον Τύρναβο Λαρίσης ως το νότιο άκρο της Μαγνησίας και από τον Λαύκο του Πηλίου ως (σχεδόν) τα Φάρσαλα. Κι έχει μεγάλη σημασία να τονιστεί η διάσταση αυτή, του ημερολογίου.

Γιατί δεν έχουμε εδώ κάποια εξαντλητική μελέτη της ψαλτικής τέχνης, μα μια ανθολογία που γεννήθηκε όταν ο Δρυγιανάκης έσκυψε –με τα μυαλά πια του 2013– πάνω σε ένα αρχείο λαθραίων (κυρίως) ηχογραφήσεων, το οποίο ξεκίνησε να συγκροτεί όταν ακόμα είχε ελάχιστη σχέση με το αντικείμενο. Ο ίδιος μας εξηγεί πολύ ωραία τις σκέψεις του, τη μεθοδολογία του και τους προβληματισμούς του, σε ένα υποδειγματικό εισαγωγικό κείμενο. Οπότε έχει περισσότερη σημασία για μας το ότι κινείται προς μια ανθρωπολογία της ψαλτικής, ακολουθώντας τη «γραμμή» που χαράχτηκε ήδη το 1935 από τη Μέλπω Μερλιέ, μα εξακολουθεί να σπανίζει στη δισκογραφία: μελετά δηλαδή την προφορική παράδοση της ψαλτικής τέχνης, τη λεγόμενη λατρευτική (σε αντιδιαστολή με τη συναυλιακή) ψαλτική.

Μεγάλη επίσης σημασία για τα όσα ακούμε, έχει ότι καταγράφηκαν από έναν άνθρωπο σαν τον Κωστή Δρυγιανάκη. Για πολλούς λόγους. Πρώτα-πρώτα, η παράλληλη εντρύφησή του στον μουσικό πειραματισμό του 20ου αιώνα του επέτρεψε να εντάξει στις ηχογραφήσεις τον γενικότερο ηχητικό κόσμο των λατρευτικών δρώμενων: π.χ. τους πιστούς, τους θορύβους του περιβάλλοντος, την αισθητική που επιβάλλει η ίδια η αντήχηση των ναών ή και η ηχητική τους ακόμα εγκατάσταση. Συμπληρωματικά, η εξοικείωσή του με το έργο του Γιάννη Χρήστου και του Wolf Vostell τον βοήθησε, όπως ο ίδιος αναφέρει, να εκτιμήσει και τις στιγμές εκείνες όπου η ψαλτική τέχνη έδωσε τη θέση της «σε μια άφωνη τελετουργική επιτέλεση, όπως η Αποκαθήλωση».

Δεύτερον, γιατί τα σχόλιά του δεν δίστασαν να ξεφύγουν των απαραίτητων τυπικών πληροφοριών, μεταδίδοντας κάτι από το γενικότερο κλίμα της ηχογράφησης. Για παράδειγμα, εκείνο το «συννεφιασμένο απόγευμα στις αρχές του Απρίλη με ελάχιστο κόσμο στην εκκλησία και ημίφως» προσφέρει στην ήδη εκπληκτική εκτέλεση του Στέφανου Μάργαρη στο “Κύριε, Τα Τελεώτατα Φρονείν” (Άγιος Αθανάσιος, Σταγιάτες Πηλίου, 1996) μία επιπλέον διάσταση· κι αυτό το «η Βρύναινα, ορεινό χωριό στις πλαγιές της Γούρας, παράγει εξαιρετικό μέλι και τσάι του βουνού» εικονοποιεί άμεσα τον κόσμο στον οποίον ανασαίνει το “Προφητεία Ιεζεκιήλ-Απόστολος”. Τρίτον, γιατί μερικές εκλογές φαίνεται να έγιναν στη βάση ενός ορθότατου ενστίκτου: «με κέρδισε αμέσως ο ιερέας [στη Νεράιδα Φαρσάλων], η καθαρή ματιά του, η απλότητα και η πραότητα», γράφει ο Δρυγιανάκης στις σημειώσεις για το “Σήμερον Κρεμάται Επί Ξύλου…” (Άγιος Δημήτριος, Νεράιδα Φαρσάλων, 1999), «αποφάσισα ότι έπρεπε να συμπεριληφθεί στις Μεγαλοβδομαδιάτικες ηχογραφήσεις μου». Κι έτσι κερδίσαμε κι εμείς μία από τις πιο συγκλονιστικές εκτελέσεις που φιλοξενούνται εδώ.

Ασφαλώς, στη βάση μιας τέτοιας καταγραφής δεν βρίσκεται το «ωραίο» –ή, εν πάσει περιπτώσει, δεν βρίσκεται μόνο αυτό. Αρκετά από όσα ακούμε περιέχουν λάθη και ατέλειες, ενώ κάποια είναι πολύ ενδιαφέροντα για τα όσα μάς μαρτυρούν, αλλά όχι «ευχάριστα» στο αυτί, το δικό μου τουλάχιστον. Με όρους ας πούμε πνευματικότητας και προσευχής, αληθεύει πως η εκτέλεση στο “Τέλος Του Απόδειπνου” (Άγιος Γεράσιμος, Μακρυνίτσα, 1996) είναι ασυναγώνιστη· εντούτοις, βρισκόμαστε στα όρια της ακουστότητας. Αναλόγως, στα “Πασαπνοάρια-«Σήμερον Συνέχει Τάφος…»” αποτυπώνεται εξαιρετικά ο ψαλτικός υπερπληθυσμός από ευκαιριακούς, ενθουσιώδεις συμμετέχοντες· αλλά ταυτόχρονα, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Κωνσταντίνος Χ. Καραγκούνης, «κατανοούμε γιατί η Εκκλησία ανέδειξε τους ψάλτες, προκειμένου ν’ αποφύγει την ακαταστασία που μπορεί να δημιουργηθεί από ένα ένθερμο, ενθουσιασμένο εκκλησίασμα, το οποίο επιθυμεί να ψάλλει χωρίς επίγνωση των δυσκολιών». Παρεμπιμπτόντως, ο σχολιασμός του Καραγκούνη αναδεικνύεται σε πολλά σημεία καίριος και οξυδερκής, συμπληρώντας ιδανικά τα κείμενα του Δρυγιανάκη.

Παρά ταύτα, η μεγάλη επιτυχία βρίσκεται θεωρώ στην ικανότητα πρόσδεσης του λαογραφικώς/ανθρωπολογικώς σημαντικού στο αισθητικώς ωραίο. Πρόκειται για χαρακτηριστικό που απουσιάζει ηχηρά από δίσκους με αρχειακές καταγραφές, οι οποίοι συχνά κρίνονται με βάση την αξία του υλικού για έναν μικρό κύκλο μελετητών, παρά με βάση τη συγκινησιακή δυναμική αυτού –που συνήθως αποδεικνύεται μικρή, έως αμελητέα. Τα παραδείγματα, πάρα πολλά.

Είναι ας πούμε διαρκής η εντύπωση που αφήνει η εκτέλεση του Ιδομενέα Κασσαβέτη στο “Τον Νυμφώνα Σου Βλέπω” (Δώδεκα Απόστολοι, Αγριά, 1997), σε άψογο θεσσαλονικιώτικο στυλ. Ο Θεόδωρος Μυλωνάς ψάλλει το “Πάσα Η Κτίσις Ηλλοιούτο Φόβω” (Τίμιος Πρόδρομος, Ανακασιά, 1991) κατά λαμπρό πατριαρχικό τρόπο, ενώ εκπληκτική αναδεικνύεται η συνύπαρξη δυτικοευρωπαϊκών και βυζαντινών στοιχείων στην εκτέλεση του “Πασαπνοάρια-«Εν Ταις Λαμπρότησι Των Αγίων Σου»” (Άγιος Γεώργιος, Τύρναβος, 1994). Στο “Ω Της Ιούδα Αθλιότητος!” (Άγιος Γεώργιος, Κάπουρνα, 1999) ο Αντώνης Αναστασίου χάνει ίσως σε κατάρτιση, καταπλήσσει όμως με τις γέφυρες τις οποίες ρίχνει προς το δημοτικό τραγούδι. Ο Απόστολος Νίτης, πάλι, αποδεικνύεται αφοπλιστικός στο “Ω! Πώς Η Παράνομος Συναγωγή” (Άγιος Δημήτριος, Άγιος Λαυρέντιος Πηλίου, 1996), το ντουέτο Μιχάλη Γονδουλάκη & Κατερίνας Αγγελοπούλου στο “Σε Τον Αναβαλλόμενον Το Φως Ώσπερ Ιμάτιον” (Άγιος Νικόλαος, Σέχι, 2002) στέκει ως μια πραγματικά ιδιαίτερη νότα, το “Φωτίζου, Φωτίζου” («Κάτω» Παναγία, Ξενιά, 1996) είναι η καλύτερη από τις γυναικείες ψαλμωδίες που φιλοξενούνται εδώ –ανεπιτήδευτη, ιεροπρεπής, με χορό μοναστικού τύπου– ενώ ο “Κατηχητικός Λόγος” (Άγιος Γεώργιος, Ελευθεροχώρι, 1999) συνιστά ένα βαθιά βιωματικό δείγμα εκκλησιαστικού λόγου: θαυμάσιος αναγνώστης ο πατήρ Γιώργης Μπουκουβάλας, μα και «πομπός» των εμπεριεχόμενων θεολογικών εννοιών.

Εάν λοιπόν απομείνει κάτι όρθιο μέσα στην τρέχουσα λαίλαπα και υπάρξει τελικά ένα κάποιο μέλλον σε αυτόν τον τόπο, εκτιμώ ότι η παρούσα δουλειά του Κωστή Δρυγιανάκη θα καταστεί σημείο αναφοράς για το πώς θα έπρεπε να αντιλαμβανόμαστε/καταγράφουμε/επεξεργαζόμαστε την εκκλησιαστική μας μουσική στον 21ο αιώνα. Κι αν θέλετε, οτιδήποτε άλλο λογίζουμε ως παράδοση σε ένα σημείο της ιστορίας μας όπου οι νέοι άνθρωποι γυρίζουν μαζικά την πλάτη τους σε τέτοια πράγματα, έχοντας λόγους (κάποιους καλούς, άλλους κακούς) να αισθάνονται εγγύτερα σε όσες τάσεις εισβάλλουν από την Εσπερία.

Additional information

Weight 0,3 kg